- μαροκινός
- η , ό[ν] марокканский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μαροκινός — Μαροκινός, ο θηλ. ή ο κάτοικος του Μαρόκου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαροκινός — ή, ό [Μαρόκο] 1. ο κάτοικος τού Μαρόκου ή αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από το Μαρόκο 2. το ουδ. ως ουσ. το μαροκινό α) κατσικήσιο δέρμα ειδικά κατεργασμένο, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως για την κατασκευή χαρτοφυλάκων ή για βιβλιοδεσία β)… … Dictionary of Greek
μαροκέν — το μαροκινό (βλ. μαροκινός). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. maroquin «μαροκινός» < Marocco] … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Μπεν Μπαρκά, Μεχντί — (Ραμπάτ 1920 – 1965;). Μαροκινός πολιτικός. Καθηγητής μαθηματικών, ήταν από τα ιδρυτικά μέλη του Κόμματος για την Ανεξαρτησία (Iστικλάλ), από το οποίο έφυγε το 1959 για να δημιουργήσει ένα πολιτικό σχήμα, την Εθνική Ένωση Λαϊκών Δυνάμεων, που… … Dictionary of Greek
ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… … Dictionary of Greek
μαγραπίτικος — μαγραπίτικος, η, ον (Μ) μαροκινός, από το Μαρόκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. *Μαγράπιν < αραβ. Maghrib + κατάλ. ίτικος] … Dictionary of Greek
μαροκίνο — το το μαροκινό (βλ. μαροκινός). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαροκινό με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Αμπντ ελ-Κριμ — (Αζντίρ 1882 – Κάιρο 1963). Μαροκινός αγωνιστής (το πραγματικό όνομά του ήταν Μωχάμετ ιμπν Αμπντ αλ Καρίμ αλ Χατάμπι). Γιος φύλαρχου του Ριφ, έγινετο 1914 καδής της Μελίλια, αναμείχθηκε στους πολιτικούς αγώνεςτης χώρας του και προμήθευσε όπλα τον … Dictionary of Greek